- τοξίνωση
- η, Νιατρ. κάθε νοσηρή κατάσταση που οφείλεται σε τοξίνες και χαρακτηρίζεται από τοξικά φαινόμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξίνη + κατάλ. -ωση (< ρ. σε -ῶ/-ώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξίνωση — η δηλητηρίαση με τοξίνες: Αλλαντική τοξίνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek
φθόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο … Dictionary of Greek